- υπερβορικός
- -ή, -ό, Νφρ. «υπερβορικό άλας»χημ. συνοπτική ονομασία τών υπεραλάτων τού βορίου, που περιέχουν περισσότερο οξυγόνο από τα κανονικά βορικά άλατα, όπως είναι λ.χ. το υπερβορικό νάτριο.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. perborate < per- (< λατ. per «υπέρ, επί πλέον, πέρα από») + borate «βορικό»].
Dictionary of Greek. 2013.